- ὑψηλούς
- ὑψηλόςhighmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
высокыи — (287) пр. 1. Высокий, имеющий большую протяженность снизу вверх: глѹбоци же и высокы пѩты имѹща. [обувь] УСт XII/XIII, 225; хотѩше ринѹти ѥго долѹ съ высокы храмины. ПрЛ XIII, 45б; и видѣхъ брѣгъ высокъ. Там же, 127г; Сладокъ ˫ако фюникъ высокъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AEGIALUS — I. AEGIALUS Phoronei fil. cui Apis; postquam Argis regnâsset, in Aegyptum transiens, regnum Achaiae reliquit. Alii Aegialeum, Inachi filium ex Melia Oceanitide faciunt, et ab eo Aegialeam dictam, quae postea Peloponnesus a Pelope vocata est. Item … Hofmann J. Lexicon universale
CYRBASIA — Pileus altus, in formam coni fastigiatus. Dionys. Πίλους ὑψηλοὺς εἰς χῆμα συνηγμένουςκωνοειδῆ, οὓς Ε῾λληνες κυρβασίας καλοῦσι, Pilcos altos in formam coni coeuntes, Graecis, Cyrbasias dictos. Ad quos respiciens Varro ait, Tutulati dicti, qui in… … Hofmann J. Lexicon universale
ERITHINI sive ERITHYNI — ERITHINI, five ERITHYNI scopuli Pont. Eux. apud oram Bithyniae, Farnasu Burdonio. Horum meminit Arrian. in Periplo; Apollonius ctiam post Sesamum (quae Plin. l. 6. c. 2. ac aliis eadem quae Amastris) subiungit αἰπεινους Ε᾿ριςθύνους, quos Hom.… … Hofmann J. Lexicon universale
SALII — I. SALII German. populi qui et Franci dicuntur, quorum regio Franconia: Sidonius Apollin. Salius pede, falce Gelonus. Amm. Marcellin. l. 17. de Constantio scribens: Quibus paratis, petit primos omnium Francos, eos videlicet, quos consuetudo… … Hofmann J. Lexicon universale
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
αρχονταρίκι — Η αίθουσα υποδοχής που διαθέτουν τα μοναστήρια για την υποδοχή και τη φιλοξενία των επισκεπτών. Ο μοναχός που ασχολείται με την περίπτωση των ξένων στο α. ονομάζεται αρχοντάρης. * * * το (Μ ἀρχονταρίκιον) [αρχοντάρης] ο ξενώνας του μοναστηριού… … Dictionary of Greek
βαθύφωνος — Τραγουδιστής που, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της αντρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με… … Dictionary of Greek